- πληγενής
- πληγενής, ὁ, ἡ, ([etym.] πέλας, γί-γν-ομαι)A half-brother, half-sister, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πληγενής — ές, Α ετεροθαλής αδελφός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. είναι σύνθ. από πλήν* (< πέλας «κοντά») + γενής (< γένος < γίγνομαι) και θα έπρεπε πιθ. να γραφτεί πληγγενής] … Dictionary of Greek
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek